- αναλύσιμος
- ος , ον поддающийся анализу
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναλύσιμος — η, ο (Μ ἀναλύσιμος, ον) [ἀναλύω] νεοελλ. αυτός που μπορεί να αναλυθεί μσν. αυτός που μπορεί να ακυρωθεί, ο ακυρώσιμος … Dictionary of Greek
αναλύω — (Α ἀναλύω) 1. χωρίζω κάτι σύνθετο στα συστατικά του στοιχεία 2. διαλύω σώμα στερεάς μορφής, λειώνω (στα αρχ. στην παθ.) 3. ερευνώ, εξετάζω αναλυτικά, διερευνώ, λεπτολογώ 4. εκτυλίσσω, ξετυλίγω (στα αρχ. στη μέσ.) 5. (στη Λογική) αναλύω συλλογισμό … Dictionary of Greek